ομοσπονδιακός
Greek
Adjective
ομοσπονδιακός • (omospondiakós) m (feminine ομοσπονδιακή, neuter ομοσπονδιακό)
- federal, federative
- η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ― i Omospondiakí Dimokratía tis Germanías ― Federal Republic of Germany
- η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας ― i Omospondiakí Dimokratía tis Vrazilías ― the Federative Republic of Brazil
Declension
Declension of ομοσπονδιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ομοσπονδιακός • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακοί • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |
genitive | ομοσπονδιακού • | ομοσπονδιακής • | ομοσπονδιακού • | ομοσπονδιακών • | ομοσπονδιακών • | ομοσπονδιακών • |
accusative | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακούς • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |
vocative | ομοσπονδιακέ • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακοί • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |
Derived terms
- Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας f (Omospondiakí Dimokratía tis Germanías, “Federal Republic of Germany”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.