ξαφνικός
Greek
Adjective
ξαφνικός • (xafnikós) m (feminine ξαφνική, neuter ξαφνικό)
- sudden, unexpected, unannounced
- Synonym: άξαφνος (áxafnos)
Declension
Declension of ξαφνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξαφνικός • | ξαφνική • | ξαφνικό • | ξαφνικοί • | ξαφνικές • | ξαφνικά • |
genitive | ξαφνικού • | ξαφνικής • | ξαφνικού • | ξαφνικών • | ξαφνικών • | ξαφνικών • |
accusative | ξαφνικό • | ξαφνική • | ξαφνικό • | ξαφνικούς • | ξαφνικές • | ξαφνικά • |
vocative | ξαφνικέ • | ξαφνική • | ξαφνικό • | ξαφνικοί • | ξαφνικές • | ξαφνικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξαφνικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξαφνικός, etc.) |
Related terms
- ξαφνικά (xafniká, “suddenly”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.