μαυροβουνιακός
Greek
Adjective
μαυροβουνιακός • (mavrovouniakós) m (feminine μαυροβουνιακή, neuter μαυροβουνιακό)
- Montenegrin (relating to Montenegro or its people or language)
Declension
Declension of μαυροβουνιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαυροβουνιακός • | μαυροβουνιακή • | μαυροβουνιακό • | μαυροβουνιακοί • | μαυροβουνιακές • | μαυροβουνιακά • |
genitive | μαυροβουνιακού • | μαυροβουνιακής • | μαυροβουνιακού • | μαυροβουνιακών • | μαυροβουνιακών • | μαυροβουνιακών • |
accusative | μαυροβουνιακό • | μαυροβουνιακή • | μαυροβουνιακό • | μαυροβουνιακούς • | μαυροβουνιακές • | μαυροβουνιακά • |
vocative | μαυροβουνιακέ • | μαυροβουνιακή • | μαυροβουνιακό • | μαυροβουνιακοί • | μαυροβουνιακές • | μαυροβουνιακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαυροβουνιακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαυροβουνιακός, etc.) |
Related terms
- see: Μαυροβούνιο n (Mavrovoúnio, “Montenegro”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.