μακάβριος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /maˈka.vɾi.os/
- Hyphenation: μα‧κά‧βρι‧ος
Adjective
μακάβριος • (makávrios) m
Declension
Declension of μακάβριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακάβριος • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριοι • | μακάβριες • | μακάβρια • |
genitive | μακάβριου • | μακάβριας • | μακάβριου • | μακάβριων • | μακάβριων • | μακάβριων • |
accusative | μακάβριο • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριους • | μακάβριες • | μακάβρια • |
vocative | μακάβριε • | μακάβρια • | μακάβριο • | μακάβριοι • | μακάβριες • | μακάβρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μακάβριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μακάβριος, etc.) |
Synonyms
- (macabre, ghoulish, creepy): φρικιαστικός (frikiastikós), ανατριχιαστικός (anatrichiastikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.