κομουνιστικός
Greek
Adjective
κομουνιστικός • (komounistikós) m (feminine κομουνιστική, neuter κομουνιστικό)
- Alternative form of κομμουνιστικός (kommounistikós)
Declension
Declension of κομουνιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κομουνιστικός • | κομουνιστική • | κομουνιστικό • | κομουνιστικοί • | κομουνιστικές • | κομουνιστικά • |
genitive | κομουνιστικού • | κομουνιστικής • | κομουνιστικού • | κομουνιστικών • | κομουνιστικών • | κομουνιστικών • |
accusative | κομουνιστικό • | κομουνιστική • | κομουνιστικό • | κομουνιστικούς • | κομουνιστικές • | κομουνιστικά • |
vocative | κομουνιστικέ • | κομουνιστική • | κομουνιστικό • | κομουνιστικοί • | κομουνιστικές • | κομουνιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κομουνιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κομουνιστικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.