κλασσικός
Greek
Adjective
κλασσικός • (klassikós) m (feminine κλασσική, neuter κλασσικό)
- Alternative form of κλασικός (klasikós)
Declension
Declension of κλασσικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλασσικός • | κλασσική • | κλασσικό • | κλασσικοί • | κλασσικές • | κλασσικά • |
genitive | κλασσικού • | κλασσικής • | κλασσικού • | κλασσικών • | κλασσικών • | κλασσικών • |
accusative | κλασσικό • | κλασσική • | κλασσικό • | κλασσικούς • | κλασσικές • | κλασσικά • |
vocative | κλασσικέ • | κλασσική • | κλασσικό • | κλασσικοί • | κλασσικές • | κλασσικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κλασσικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κλασσικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλασσικότερος • | κλασσικότερη • | κλασσικότερο • | κλασσικότεροι • | κλασσικότερες • | κλασσικότερα • |
genitive | κλασσικότερου • | κλασσικότερης • | κλασσικότερου • | κλασσικότερων • | κλασσικότερων • | κλασσικότερων • |
accusative | κλασσικότερο • | κλασσικότερη • | κλασσικότερο • | κλασσικότερους • | κλασσικότερες • | κλασσικότερα • |
vocative | κλασσικότερε • | κλασσικότερη • | κλασσικότερο • | κλασσικότεροι • | κλασσικότερες • | κλασσικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κλασσικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλασσικότατος • | κλασσικότατη • | κλασσικότατο • | κλασσικότατοι • | κλασσικότατες • | κλασσικότατα • |
genitive | κλασσικότατου • | κλασσικότατης • | κλασσικότατου • | κλασσικότατων • | κλασσικότατων • | κλασσικότατων • |
accusative | κλασσικότατο • | κλασσικότατη • | κλασσικότατο • | κλασσικότατους • | κλασσικότατες • | κλασσικότατα • |
vocative | κλασσικότατε • | κλασσικότατη • | κλασσικότατο • | κλασσικότατοι • | κλασσικότατες • | κλασσικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.