κισσός

Ancient Greek

Alternative forms

  • κιττός (kittós)

Etymology

According to Beekes, from Pre-Greek. Furnée compares κιθάρα (kithára), in the sense of "ivy".

Pronunciation

 

Noun

κισσός • (kissós) m (genitive κισσοῦ); second declension

  1. ivy (Hedera helix), sacred to Dionysus

Inflection

Derived terms

  • κισσάμπελος (kissámpelos)
  • κισσδέτης (kissdétēs)
  • κισσειδής (kisseidḗs)
  • κισσεοχαίτης (kisseokhaítēs)
  • κισσεύς (kisseús)
  • κισσήεις (kissḗeis)
  • κισσηρεφής (kissērephḗs)
  • κίσσινος (kíssinos)
  • κισσίον (kissíon)
  • κισσόβρυος (kissóbruos)
  • κισσοκόμης (kissokómēs)
  • κισσοκόρυμβος (kissokórumbos)
  • κισσόπλεκτος (kissóplektos)
  • κισσοποίητος (kissopoíētos)
  • κισσοστέφανος (kissostéphanos)
  • κισσοστεφής (kissostephḗs)
  • κισσοτόμος (kissotómos)
  • κισσοφάγος (kissophágos)
  • κισσοφορέω (kissophoréō)
  • κισσοφορία (kissophoría)
  • κισσοφόρος (kissophóros)
  • κισσόφυλλον (kissóphullon)
  • κισσοχαρής (kissokharḗs)
  • κισσοχίτων (kissokhítōn)
  • κισσόω (kissóō)
  • κισσώδης (kissṓdēs)
  • κισσών (kissṓn)
  • κίσσωσις (kíssōsis)
  • μαλακόκισσος (malakókissos)

Descendants

  • Greek: κισσός (kissós)
  • Arabic: قِسُّوس (qissūs)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.