καταστρεπτικός
Greek
Adjective
καταστρεπτικός • (katastreptikós) m (feminine καταστρεπτική, neuter καταστρεπτικό)
Declension
Declension of καταστρεπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικός • | καταστρεπτική • | καταστρεπτικό • | καταστρεπτικοί • | καταστρεπτικές • | καταστρεπτικά • |
genitive | καταστρεπτικού • | καταστρεπτικής • | καταστρεπτικού • | καταστρεπτικών • | καταστρεπτικών • | καταστρεπτικών • |
accusative | καταστρεπτικό • | καταστρεπτική • | καταστρεπτικό • | καταστρεπτικούς • | καταστρεπτικές • | καταστρεπτικά • |
vocative | καταστρεπτικέ • | καταστρεπτική • | καταστρεπτικό • | καταστρεπτικοί • | καταστρεπτικές • | καταστρεπτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταστρεπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταστρεπτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικότερος • | καταστρεπτικότερη • | καταστρεπτικότερο • | καταστρεπτικότεροι • | καταστρεπτικότερες • | καταστρεπτικότερα • |
genitive | καταστρεπτικότερου • | καταστρεπτικότερης • | καταστρεπτικότερου • | καταστρεπτικότερων • | καταστρεπτικότερων • | καταστρεπτικότερων • |
accusative | καταστρεπτικότερο • | καταστρεπτικότερη • | καταστρεπτικότερο • | καταστρεπτικότερους • | καταστρεπτικότερες • | καταστρεπτικότερα • |
vocative | καταστρεπτικότερε • | καταστρεπτικότερη • | καταστρεπτικότερο • | καταστρεπτικότεροι • | καταστρεπτικότερες • | καταστρεπτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταστρεπτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικότατος • | καταστρεπτικότατη • | καταστρεπτικότατο • | καταστρεπτικότατοι • | καταστρεπτικότατες • | καταστρεπτικότατα • |
genitive | καταστρεπτικότατου • | καταστρεπτικότατης • | καταστρεπτικότατου • | καταστρεπτικότατων • | καταστρεπτικότατων • | καταστρεπτικότατων • |
accusative | καταστρεπτικότατο • | καταστρεπτικότατη • | καταστρεπτικότατο • | καταστρεπτικότατους • | καταστρεπτικότατες • | καταστρεπτικότατα • |
vocative | καταστρεπτικότατε • | καταστρεπτικότατη • | καταστρεπτικότατο • | καταστρεπτικότατοι • | καταστρεπτικότατες • | καταστρεπτικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.