καθοριστικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek καθοριστικός (kathoristikós, “definitive”).[1] By surface analysis, καθορίζω (kathorízo) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.θo.ɾi.stiˈkos/
- Hyphenation: κα‧θο‧ρι‧στι‧κός
Adjective
καθοριστικός • (kathoristikós) m (feminine καθοριστική, neuter καθοριστικό)
Declension
Declension of καθοριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθοριστικός • | καθοριστική • | καθοριστικό • | καθοριστικοί • | καθοριστικές • | καθοριστικά • |
genitive | καθοριστικού • | καθοριστικής • | καθοριστικού • | καθοριστικών • | καθοριστικών • | καθοριστικών • |
accusative | καθοριστικό • | καθοριστική • | καθοριστικό • | καθοριστικούς • | καθοριστικές • | καθοριστικά • |
vocative | καθοριστικέ • | καθοριστική • | καθοριστικό • | καθοριστικοί • | καθοριστικές • | καθοριστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθοριστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθοριστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθοριστικότερος • | καθοριστικότερη • | καθοριστικότερο • | καθοριστικότεροι • | καθοριστικότερες • | καθοριστικότερα • |
genitive | καθοριστικότερου • | καθοριστικότερης • | καθοριστικότερου • | καθοριστικότερων • | καθοριστικότερων • | καθοριστικότερων • |
accusative | καθοριστικότερο • | καθοριστικότερη • | καθοριστικότερο • | καθοριστικότερους • | καθοριστικότερες • | καθοριστικότερα • |
vocative | καθοριστικότερε • | καθοριστικότερη • | καθοριστικότερο • | καθοριστικότεροι • | καθοριστικότερες • | καθοριστικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καθοριστικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθοριστικότατος • | καθοριστικότατη • | καθοριστικότατο • | καθοριστικότατοι • | καθοριστικότατες • | καθοριστικότατα • |
genitive | καθοριστικότατου • | καθοριστικότατης • | καθοριστικότατου • | καθοριστικότατων • | καθοριστικότατων • | καθοριστικότατων • |
accusative | καθοριστικότατο • | καθοριστικότατη • | καθοριστικότατο • | καθοριστικότατους • | καθοριστικότατες • | καθοριστικότατα • |
vocative | καθοριστικότατε • | καθοριστικότατη • | καθοριστικότατο • | καθοριστικότατοι • | καθοριστικότατες • | καθοριστικότατα • |
Derived terms
- καθοριστικά (kathoristiká)
Related terms
- see: καθορίζω (kathorízo)
References
- καθοριστικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.