θηριώδης
Greek
Adjective
θηριώδης • (thiriódis) m (feminine θηριώδης, neuter θηριώδες)
Declension
Declension of θηριώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηριώδης • | θηριώδης • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
genitive | θηριώδους • | θηριώδους • | θηριώδους • | θηριωδών • | θηριωδών • | θηριωδών • |
accusative | θηριώδη • | θηριώδη • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
vocative | θηριώδη • / θηριώδης • | θηριώδης • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηριώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηριώδης, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηριωδέστερος • | θηριωδέστερη • | θηριωδέστερο • | θηριωδέστεροι • | θηριωδέστερες • | θηριωδέστερα • |
genitive | θηριωδέστερου • | θηριωδέστερης • | θηριωδέστερου • | θηριωδέστερων • | θηριωδέστερων • | θηριωδέστερων • |
accusative | θηριωδέστερο • | θηριωδέστερη • | θηριωδέστερο • | θηριωδέστερους • | θηριωδέστερες • | θηριωδέστερα • |
vocative | θηριωδέστερε • | θηριωδέστερη • | θηριωδέστερο • | θηριωδέστεροι • | θηριωδέστερες • | θηριωδέστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θηριωδέστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηριωδέστατος • | θηριωδέστατη • | θηριωδέστατο • | θηριωδέστατοι • | θηριωδέστατες • | θηριωδέστατα • |
genitive | θηριωδέστατου • | θηριωδέστατης • | θηριωδέστατου • | θηριωδέστατων • | θηριωδέστατων • | θηριωδέστατων • |
accusative | θηριωδέστατο • | θηριωδέστατη • | θηριωδέστατο • | θηριωδέστατους • | θηριωδέστατες • | θηριωδέστατα • |
vocative | θηριωδέστατε • | θηριωδέστατη • | θηριωδέστατο • | θηριωδέστατοι • | θηριωδέστατες • | θηριωδέστατα • |
Coordinate terms
Related terms
- see: θηρίο n (thirío, “wild animal, beast”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.