ηλικιωμένος
See also: ἡλικιωμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.li.ci.oˈme.nos/
- Hyphenation: η‧λι‧κι‧ω‧μέ‧νος
Etymology 1
Substantivized masculine of the perfect participle ηλικιωμένος.
Noun
ηλικιωμένος • (ilikioménos) m (plural ηλικιωμένοι, feminine ηλικιωμένη)
Declension
declension of ηλικιωμένος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ηλικιωμένος • | ηλικιωμένοι • |
genitive | ηλικιωμένου • | ηλικιωμένων • |
accusative | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένους • |
vocative | ηλικιωμένε • | ηλικιωμένοι • |
Etymology 2
Perfect participle of ηλικιώνομαι (ilikiónomai), a verb only in the passive form, passive perfect participle of the Medieval Byzantine Greek ἡλικιώνω (hēlikiṓnō, “reach maturity”) and a semantic loan from French âgé.[1][2]
Participle
ηλικιωμένος • (ilikioménos) m (feminine ηλικιωμένη, neuter ηλικιωμένο)
Usage notes
- A participle functioning, except as adjective, also as noun: ηλικιωμένος (masc.), ηλικιωμένη (fem.).
Declension
Declension of ηλικιωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλικιωμένος • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένοι • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
genitive | ηλικιωμένου • | ηλικιωμένης • | ηλικιωμένου • | ηλικιωμένων • | ηλικιωμένων • | ηλικιωμένων • |
accusative | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένους • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
vocative | ηλικιωμένε • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένοι • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλικιωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλικιωμένος, etc.) |
Synonyms
- γερασμένος (gerasménos) (descriptive)
- γέρος (géros, noun & adjectival) (impolite)
Related terms
- ηλικιώνομαι (ilikiónomai, “to age, to mature, to grow up”)
Antonyms
- νέος (néos)
See also
- Older spelling: ἡλικιωμένος (hēlikiōménos)
References
- ηλικιωμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ηλικιωμένος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.