επιτακτικός
Greek
Adjective
επιτακτικός • (epitaktikós) m (feminine επιτακτική, neuter επιτακτικό)
Declension
Declension of επιτακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιτακτικός • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικοί • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
genitive | επιτακτικού • | επιτακτικής • | επιτακτικού • | επιτακτικών • | επιτακτικών • | επιτακτικών • |
accusative | επιτακτικό • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικούς • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
vocative | επιτακτικέ • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικοί • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιτακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιτακτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιτακτικότερος • | επιτακτικότερη • | επιτακτικότερο • | επιτακτικότεροι • | επιτακτικότερες • | επιτακτικότερα • |
genitive | επιτακτικότερου • | επιτακτικότερης • | επιτακτικότερου • | επιτακτικότερων • | επιτακτικότερων • | επιτακτικότερων • |
accusative | επιτακτικότερο • | επιτακτικότερη • | επιτακτικότερο • | επιτακτικότερους • | επιτακτικότερες • | επιτακτικότερα • |
vocative | επιτακτικότερε • | επιτακτικότερη • | επιτακτικότερο • | επιτακτικότεροι • | επιτακτικότερες • | επιτακτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιτακτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιτακτικότατος • | επιτακτικότατη • | επιτακτικότατο • | επιτακτικότατοι • | επιτακτικότατες • | επιτακτικότατα • |
genitive | επιτακτικότατου • | επιτακτικότατης • | επιτακτικότατου • | επιτακτικότατων • | επιτακτικότατων • | επιτακτικότατων • |
accusative | επιτακτικότατο • | επιτακτικότατη • | επιτακτικότατο • | επιτακτικότατους • | επιτακτικότατες • | επιτακτικότατα • |
vocative | επιτακτικότατε • | επιτακτικότατη • | επιτακτικότατο • | επιτακτικότατοι • | επιτακτικότατες • | επιτακτικότατα • |
See also
- επίσημος (epísimos)
- προστακτικός (prostaktikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.