επιπόλαιος
Greek
Adjective
επιπόλαιος • (epipólaios) m (feminine επιπόλαιη, neuter επιπόλαιο)
Declension
Declension of επιπόλαιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιπόλαιος • | επιπόλαιη • | επιπόλαιο • | επιπόλαιοι • | επιπόλαιες • | επιπόλαια • |
genitive | επιπόλαιου • | επιπόλαιης • | επιπόλαιου • | επιπόλαιων • | επιπόλαιων • | επιπόλαιων • |
accusative | επιπόλαιο • | επιπόλαιη • | επιπόλαιο • | επιπόλαιους • | επιπόλαιες • | επιπόλαια • |
vocative | επιπόλαιε • | επιπόλαιη • | επιπόλαιο • | επιπόλαιοι • | επιπόλαιες • | επιπόλαια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιπόλαιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιπόλαιος, etc.) |
Synonyms
- κούφος (koúfos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.