εξωτερικός
See also: ἐξωτερικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐξωτερικός (exōterikós).
Pronunciation
- IPA(key): /ek.so.te.riˈkos/
Declension
Declension of εξωτερικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωτερικός • | εξωτερική • | εξωτερικό • | εξωτερικοί • | εξωτερικές • | εξωτερικά • |
genitive | εξωτερικού • | εξωτερικής • | εξωτερικού • | εξωτερικών • | εξωτερικών • | εξωτερικών • |
accusative | εξωτερικό • | εξωτερική • | εξωτερικό • | εξωτερικούς • | εξωτερικές • | εξωτερικά • |
vocative | εξωτερικέ • | εξωτερική • | εξωτερικό • | εξωτερικοί • | εξωτερικές • | εξωτερικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωτερικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωτερικός, etc.) |
Antonyms
- εσωτερικός (esoterikós, “inside, internal”)
Related terms
- εξωτερικό n (exoterikó, “exterior, overseas”)
- εξωτερικός ασθενής m (exoterikós asthenís, “outpatient”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.