εξυπηρετικός
Greek
Adjective
εξυπηρετικός • (exypiretikós) m (feminine εξυπηρετική, neuter εξυπηρετικό)
Declension
Declension of εξυπηρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξυπηρετικός • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικοί • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
genitive | εξυπηρετικού • | εξυπηρετικής • | εξυπηρετικού • | εξυπηρετικών • | εξυπηρετικών • | εξυπηρετικών • |
accusative | εξυπηρετικό • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικούς • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
vocative | εξυπηρετικέ • | εξυπηρετική • | εξυπηρετικό • | εξυπηρετικοί • | εξυπηρετικές • | εξυπηρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξυπηρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξυπηρετικός, etc.) |
Further reading
- εξυπηρετικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.