εξαιρετικός
Greek
Etymology
εξαίρετος (exaíretos) + -ικός (-ikós), modeled after French exceptionnel.
Adjective
εξαιρετικός • (exairetikós) m (feminine εξαιρετική, neuter εξαιρετικό)
Declension
Declension of εξαιρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξαιρετικός • | εξαιρετική • | εξαιρετικό • | εξαιρετικοί • | εξαιρετικές • | εξαιρετικά • |
genitive | εξαιρετικού • | εξαιρετικής • | εξαιρετικού • | εξαιρετικών • | εξαιρετικών • | εξαιρετικών • |
accusative | εξαιρετικό • | εξαιρετική • | εξαιρετικό • | εξαιρετικούς • | εξαιρετικές • | εξαιρετικά • |
vocative | εξαιρετικέ • | εξαιρετική • | εξαιρετικό • | εξαιρετικοί • | εξαιρετικές • | εξαιρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξαιρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξαιρετικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξαιρετικότερος • | εξαιρετικότερη • | εξαιρετικότερο • | εξαιρετικότεροι • | εξαιρετικότερες • | εξαιρετικότερα • |
genitive | εξαιρετικότερου • | εξαιρετικότερης • | εξαιρετικότερου • | εξαιρετικότερων • | εξαιρετικότερων • | εξαιρετικότερων • |
accusative | εξαιρετικότερο • | εξαιρετικότερη • | εξαιρετικότερο • | εξαιρετικότερους • | εξαιρετικότερες • | εξαιρετικότερα • |
vocative | εξαιρετικότερε • | εξαιρετικότερη • | εξαιρετικότερο • | εξαιρετικότεροι • | εξαιρετικότερες • | εξαιρετικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εξαιρετικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξαιρετικότατος • | εξαιρετικότατη • | εξαιρετικότατο • | εξαιρετικότατοι • | εξαιρετικότατες • | εξαιρετικότατα • |
genitive | εξαιρετικότατου • | εξαιρετικότατης • | εξαιρετικότατου • | εξαιρετικότατων • | εξαιρετικότατων • | εξαιρετικότατων • |
accusative | εξαιρετικότατο • | εξαιρετικότατη • | εξαιρετικότατο • | εξαιρετικότατους • | εξαιρετικότατες • | εξαιρετικότατα • |
vocative | εξαιρετικότατε • | εξαιρετικότατη • | εξαιρετικότατο • | εξαιρετικότατοι • | εξαιρετικότατες • | εξαιρετικότατα • |
Related terms
- εξαιρετικά (exairetiká, “eminently”, adverb)
- σημαντικός m (simantikós, “excellent”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.