εμπόλεμος
Greek
Declension
Declension of εμπόλεμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπόλεμος • | εμπόλεμη • | εμπόλεμο • | εμπόλεμοι • | εμπόλεμες • | εμπόλεμα • |
genitive | εμπόλεμου • | εμπόλεμης • | εμπόλεμου • | εμπόλεμων • | εμπόλεμων • | εμπόλεμων • |
accusative | εμπόλεμο • | εμπόλεμη • | εμπόλεμο • | εμπόλεμους • | εμπόλεμες • | εμπόλεμα • |
vocative | εμπόλεμε • | εμπόλεμη • | εμπόλεμο • | εμπόλεμοι • | εμπόλεμες • | εμπόλεμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπόλεμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπόλεμος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.