δυτικός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek δῠτικός (dutikós). Morphologically δύω (dýo) + -τικός (-tikós). In the proper senses, semantic loan from French occidental and English western.
Pronunciation
- IPA(key): /ðitiˈkos/
- Hyphenation: δυ‧τι‧κός
Adjective
δυτικός • (dytikós) m (feminine δυτική, neuter δυτικό)
- west, westward, westerly, western
- Western, Occidental; belonging to the West; pertaining to the Occident; related to the Western world or to Western Christianity
Declension
Declension of δυτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικός • | δυτική • | δυτικό • | δυτικοί • | δυτικές • | δυτικά • |
genitive | δυτικού • | δυτικής • | δυτικού • | δυτικών • | δυτικών • | δυτικών • |
accusative | δυτικό • | δυτική • | δυτικό • | δυτικούς • | δυτικές • | δυτικά • |
vocative | δυτικέ • | δυτική • | δυτικό • | δυτικοί • | δυτικές • | δυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικότερος • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότεροι • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
genitive | δυτικότερου • | δυτικότερης • | δυτικότερου • | δυτικότερων • | δυτικότερων • | δυτικότερων • |
accusative | δυτικότερο • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότερους • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
vocative | δυτικότερε • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότεροι • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δυτικότερος", etc) |
Coordinate terms
- Appendix:Greek compass points
Related terms
- see: δύση f (dýsi, “west”)
Noun
δυτικός • (dytikós) m (plural δυτικοί)
- westerner
- (Christianity) Western Christian (Roman Catholic or Protestant Christian)
- The West in a sociopolitical sense, i.e. the society, culture, politics of the peoples of Western Europe and North America
- Tα δόγματα των δυτικών ― Ta dógmata ton dytikón ― The doctrines of the West
Declension
Further reading
- δυτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.