διαφανής
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /di.a.pʰa.nɛ̌ːs/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /di.a.pʰaˈne̝s/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ði.a.ɸaˈnis/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ði.a.faˈnis/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ði.a.faˈnis/
Adjective
δῐᾰφᾰνής • (diaphanḗs) m or f (neuter δῐᾰφᾰνές); third declension
- diaphanous, translucent, transparent
- Synonym: διαυγής (diaugḗs)
- red-hot, fiery
- manifest, distinct, clear
- conspicuous, noticeable
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | δῐᾰφᾰνής diaphanḗs |
δῐᾰφᾰνές diaphanés |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖς diaphaneîs |
δῐᾰφᾰνῆ diaphanê | ||||||||
Genitive | δῐᾰφᾰνοῦς diaphanoûs |
δῐᾰφᾰνοῦς diaphanoûs |
δῐᾰφᾰνοῖν diaphanoîn |
δῐᾰφᾰνοῖν diaphanoîn |
δῐᾰφᾰνῶν diaphanôn |
δῐᾰφᾰνῶν diaphanôn | ||||||||
Dative | δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνοῖν diaphanoîn |
δῐᾰφᾰνοῖν diaphanoîn |
δῐᾰφᾰνέσῐ / δῐᾰφᾰνέσῐν diaphanési(n) |
δῐᾰφᾰνέσῐ / δῐᾰφᾰνέσῐν diaphanési(n) | ||||||||
Accusative | δῐᾰφᾰνῆ diaphanê |
δῐᾰφᾰνές diaphanés |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖς diaphaneîs |
δῐᾰφᾰνῆ diaphanê | ||||||||
Vocative | δῐᾰφᾰνές diaphanés |
δῐᾰφᾰνές diaphanés |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖ diaphaneî |
δῐᾰφᾰνεῖς diaphaneîs |
δῐᾰφᾰνῆ diaphanê | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
δῐᾰφᾰνῶς diaphanôs |
δῐᾰφᾰνέστερος diaphanésteros |
δῐᾰφᾰνέστᾰτος diaphanéstatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Derived terms
- διαφάνεια (diapháneia)
Descendants
- → Latin: diaphanus
References
- “διαφανής”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “διαφανής”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- διαφανής in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- διαφανής in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2024)
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði.a.faˈnis/
Adjective
διαφανής • (diafanís) m (feminine διαφανής, neuter διαφανές)
Declension
Declension of διαφανής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανής • | διαφανής • | διαφανές • | διαφανείς • | διαφανείς • | διαφανή • |
genitive | διαφανούς • | διαφανούς • | διαφανούς • | διαφανών • | διαφανών • | διαφανών • |
accusative | διαφανή • | διαφανή • | διαφανές • | διαφανείς • | διαφανείς • | διαφανή • |
vocative | διαφανή • / διαφανής • | διαφανής • | διαφανές • | διαφανείς • | διαφανείς • | διαφανή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαφανής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαφανής, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανέστερος • | διαφανέστερη • | διαφανέστερο • | διαφανέστεροι • | διαφανέστερες • | διαφανέστερα • |
genitive | διαφανέστερου • | διαφανέστερης • | διαφανέστερου • | διαφανέστερων • | διαφανέστερων • | διαφανέστερων • |
accusative | διαφανέστερο • | διαφανέστερη • | διαφανέστερο • | διαφανέστερους • | διαφανέστερες • | διαφανέστερα • |
vocative | διαφανέστερε • | διαφανέστερη • | διαφανέστερο • | διαφανέστεροι • | διαφανέστερες • | διαφανέστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαφανέστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανέστατος • | διαφανέστατη • | διαφανέστατο • | διαφανέστατοι • | διαφανέστατες • | διαφανέστατα • |
genitive | διαφανέστατου • | διαφανέστατης • | διαφανέστατου • | διαφανέστατων • | διαφανέστατων • | διαφανέστατων • |
accusative | διαφανέστατο • | διαφανέστατη • | διαφανέστατο • | διαφανέστατους • | διαφανέστατες • | διαφανέστατα • |
vocative | διαφανέστατε • | διαφανέστατη • | διαφανέστατο • | διαφανέστατοι • | διαφανέστατες • | διαφανέστατα • |
Synonyms
- διαυγής (diavgís)
- αθόλωτος (athólotos)
Further reading
- διαφανής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.