διαβόητος
Greek
Declension
Declension of διαβόητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαβόητος • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητοι • | διαβόητες • | διαβόητα • |
genitive | διαβόητου • | διαβόητης • | διαβόητου • | διαβόητων • | διαβόητων • | διαβόητων • |
accusative | διαβόητο • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητους • | διαβόητες • | διαβόητα • |
vocative | διαβόητε • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητοι • | διαβόητες • | διαβόητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβόητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβόητος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.