διάσημος
Greek
Etymology
From Ancient Greek διάσημος (diásēmos) < διά + σῆμα.
Declension
Declension of διάσημος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διάσημος • | διάσημη • | διάσημο • | διάσημοι • | διάσημες • | διάσημα • |
genitive | διάσημου • | διάσημης • | διάσημου • | διάσημων • | διάσημων • | διάσημων • |
accusative | διάσημο • | διάσημη • | διάσημο • | διάσημους • | διάσημες • | διάσημα • |
vocative | διάσημε • | διάσημη • | διάσημο • | διάσημοι • | διάσημες • | διάσημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διάσημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διάσημος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασημότερος • | διασημότερη • | διασημότερο • | διασημότεροι • | διασημότερες • | διασημότερα • |
genitive | διασημότερου • | διασημότερης • | διασημότερου • | διασημότερων • | διασημότερων • | διασημότερων • |
accusative | διασημότερο • | διασημότερη • | διασημότερο • | διασημότερους • | διασημότερες • | διασημότερα • |
vocative | διασημότερε • | διασημότερη • | διασημότερο • | διασημότεροι • | διασημότερες • | διασημότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασημότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διασημότατος • | διασημότατη • | διασημότατο • | διασημότατοι • | διασημότατες • | διασημότατα • |
genitive | διασημότατου • | διασημότατης • | διασημότατου • | διασημότατων • | διασημότατων • | διασημότατων • |
accusative | διασημότατο • | διασημότατη • | διασημότατο • | διασημότατους • | διασημότατες • | διασημότατα • |
vocative | διασημότατε • | διασημότατη • | διασημότατο • | διασημότατοι • | διασημότατες • | διασημότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.