δεσποτικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek δεσποτικός (despotikós). By surface analysis, δεσπότης (despótis) + -ικός (-ikós).
Declension
Declension of δεσποτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δεσποτικός • | δεσποτική • | δεσποτικό • | δεσποτικοί • | δεσποτικές • | δεσποτικά • |
genitive | δεσποτικού • | δεσποτικής • | δεσποτικού • | δεσποτικών • | δεσποτικών • | δεσποτικών • |
accusative | δεσποτικό • | δεσποτική • | δεσποτικό • | δεσποτικούς • | δεσποτικές • | δεσποτικά • |
vocative | δεσποτικέ • | δεσποτική • | δεσποτικό • | δεσποτικοί • | δεσποτικές • | δεσποτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δεσποτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δεσποτικός, etc.) |
Related terms
- δεσπότης m (despótis, “despot, bishop”)
- δεσποτισμός m (despotismós, “despotism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.