γεμιστός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ʝe.miˈstos/
- Hyphenation: γε‧μι‧στός
Adjective
γεμιστός • (gemistós) m (feminine γεμιστή, neuter γεμιστό)
- filled, full of
- (cooking) stuffed
- συνταγές για κοτόπουλο γεμιστό ― syntagés gia kotópoulo gemistó ― recipes for stuffed chicken
- τα γεμιστά μαγειρεύονται και με ρύζι μπασμάτι ― ta gemistá mageirévontai kai me rýzi basmáti ― (vegetables) stuffed (dish) can also be cooked with Basmati rice
- and see: γεμιστά (gemistá) for specific recipe
Declension
Declension of γεμιστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεμιστός • | γεμιστή • | γεμιστό • | γεμιστοί • | γεμιστές • | γεμιστά • |
genitive | γεμιστού • | γεμιστής • | γεμιστού • | γεμιστών • | γεμιστών • | γεμιστών • |
accusative | γεμιστό • | γεμιστή • | γεμιστό • | γεμιστούς • | γεμιστές • | γεμιστά • |
vocative | γεμιστέ • | γεμιστή • | γεμιστό • | γεμιστοί • | γεμιστές • | γεμιστά • |
Related terms
Further reading
- γεμιστός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.