γεμάτος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [ʝe̞ˈmato̞s]
- Hyphenation: γε‧μά‧τος
Declension
Declension of γεμάτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεμάτος • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτοι • | γεμάτες • | γεμάτα • |
genitive | γεμάτου • | γεμάτης • | γεμάτου • | γεμάτων • | γεμάτων • | γεμάτων • |
accusative | γεμάτο • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτους • | γεμάτες • | γεμάτα • |
vocative | γεμάτε • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτοι • | γεμάτες • | γεμάτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γεμάτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γεμάτος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.