γαργαλίδα
Pontic Greek
Etymology
Ultimately a derivative of Ancient Greek γαργαλίζω (gargalízō).
Noun
γαργαλίδα (gargalída) f (Kerasounta, Oinoe, Santa)
Derived terms
- γαργαλιδά̤ζω (gargalidä́zo)
- γαργαλιδά̤ριν (gargalidä́rin)
- γαργαλιδά̤σιμον (gargalidä́simon)
- γαργαλιδέας (gargalidéas)
- γαργαλίδιν (gargalídin)
- γαργαλιδομμάτης (gargalidommátis)
Related terms
- γαργαλίζω (gargalízo)
- γάργαλος (gárgalos)
Descendants
- → Laz: ღარღალიდა (ğarğalida)
References
- Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “γαργαλίδα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 216a
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.