βιολετής
Greek
Adjective
βιολετής • (violetís) m (feminine βιολετιά, neuter βιολετί)
Declension
Declension of βιολετής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιολετής • | βιολετιά • | βιολετί • | βιολετιοί • | βιολετιές • | βιολετιά • |
genitive | βιολετή • / βιολετιού • | βιολετιάς • | βιολετιού • | βιολετιών • | βιολετιών • | βιολετιών • |
accusative | βιολετή • | βιολετιά • | βιολετί • | βιολετιούς • | βιολετιές • | βιολετιά • |
vocative | βιολετή • | βιολετιά • | βιολετί • | βιολετιοί • | βιολετιές • | βιολετιά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιολετής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιολετής, etc.) |
Synonyms
- βιολετί (violetí, adjective & noun)
Coordinate terms
- see: μοβ (mov) for similar colours
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.