αἰνός

See also: Αἶνος, αἶνος, and ἄϊνος

Ancient Greek

Etymology

Connected with Sanskrit एनस् (énas, evil, calamity, atrocity) by Pokorny.

Pronunciation

 

Adjective

αἰνός • (ainós) m (feminine αἰνή, neuter αἰνόν); first/second declension

  1. horrible, dread, dreadful

Declension

Derived terms

  • αἰνοβᾰ́κχευτος (ainobákkheutos)
  • αἰνοβῐ́ας (ainobías)
  • αἰνογένεθλος (ainogénethlos)
  • αἰνογένειος (ainogéneios)
  • αἰνογόνος (ainogónos)
  • αἰνόγᾰμος (ainógamos)
  • αἰνογῐ́γᾱς (ainogígās)
  • αἰνόδρῠπτος (ainódruptos)
  • αἰνοδρῠφής (ainodruphḗs)
  • αἰνόδᾰκρῠς (ainódakrus)
  • αἰνόθεν (ainóthen)
  • αἰνόλεκτρος (ainólektros)
  • αἰνολέτης (ainolétēs)
  • αἰνολεχής (ainolekhḗs)
  • αἰνολέων (ainoléōn)
  • αἰνόλογος (ainólogos)
  • αἰνολᾰμπής (ainolampḗs)
  • αἰνόλῐνος (ainólinos)
  • αἰνόλῠκος (ainólukos)
  • αἰνόμορος (ainómoros)
  • αἰνομᾰνής (ainomanḗs)
  • αἰνοπέλωρος (ainopélōros)
  • αἰνοπλήξ (ainoplḗx)
  • αἰνοποιέω (ainopoiéō)
  • αἰνόποτμος (ainópotmos)
  • αἰνοπᾰθής (ainopathḗs)
  • αἰνόπᾰρῐς (ainóparis)
  • αἰνοπᾰ́τηρ (ainopátēr)
  • αἰνότλητος (ainótlētos)
  • αἰνοτόκος (ainotókos)
  • αἰνοτᾰ́λᾱς (ainotálās)
  • αἰνοτῠ́ρᾰννος (ainotúrannos)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.