αφαιρετικός
See also: ἀφαιρετικός
Greek
Adjective
αφαιρετικός • (afairetikós) m (feminine αφαιρετική, neuter αφαιρετικό)
Declension
Declension of αφαιρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφαιρετικός • | αφαιρετική • | αφαιρετικό • | αφαιρετικοί • | αφαιρετικές • | αφαιρετικά • |
genitive | αφαιρετικού • | αφαιρετικής • | αφαιρετικού • | αφαιρετικών • | αφαιρετικών • | αφαιρετικών • |
accusative | αφαιρετικό • | αφαιρετική • | αφαιρετικό • | αφαιρετικούς • | αφαιρετικές • | αφαιρετικά • |
vocative | αφαιρετικέ • | αφαιρετική • | αφαιρετικό • | αφαιρετικοί • | αφαιρετικές • | αφαιρετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφαιρετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφαιρετικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφαιρετικότερος • | αφαιρετικότερη • | αφαιρετικότερο • | αφαιρετικότεροι • | αφαιρετικότερες • | αφαιρετικότερα • |
genitive | αφαιρετικότερου • | αφαιρετικότερης • | αφαιρετικότερου • | αφαιρετικότερων • | αφαιρετικότερων • | αφαιρετικότερων • |
accusative | αφαιρετικότερο • | αφαιρετικότερη • | αφαιρετικότερο • | αφαιρετικότερους • | αφαιρετικότερες • | αφαιρετικότερα • |
vocative | αφαιρετικότερε • | αφαιρετικότερη • | αφαιρετικότερο • | αφαιρετικότεροι • | αφαιρετικότερες • | αφαιρετικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αφαιρετικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφαιρετικότατος • | αφαιρετικότατη • | αφαιρετικότατο • | αφαιρετικότατοι • | αφαιρετικότατες • | αφαιρετικότατα • |
genitive | αφαιρετικότατου • | αφαιρετικότατης • | αφαιρετικότατου • | αφαιρετικότατων • | αφαιρετικότατων • | αφαιρετικότατων • |
accusative | αφαιρετικότατο • | αφαιρετικότατη • | αφαιρετικότατο • | αφαιρετικότατους • | αφαιρετικότατες • | αφαιρετικότατα • |
vocative | αφαιρετικότατε • | αφαιρετικότατη • | αφαιρετικότατο • | αφαιρετικότατοι • | αφαιρετικότατες • | αφαιρετικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.