αστραφτερός
Greek
Adjective
αστραφτερός • (astrafterós) m (feminine αστραφτερή, neuter αστραφτερό)
- bright, shining, sparkling, scintillating
- Synonym: απαστράπτων (apastrápton)
- resplendent
Declension
Declension of αστραφτερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστραφτερός • | αστραφτερή • | αστραφτερό • | αστραφτεροί • | αστραφτερές • | αστραφτερά • |
genitive | αστραφτερού • | αστραφτερής • | αστραφτερού • | αστραφτερών • | αστραφτερών • | αστραφτερών • |
accusative | αστραφτερό • | αστραφτερή • | αστραφτερό • | αστραφτερούς • | αστραφτερές • | αστραφτερά • |
vocative | αστραφτερέ • | αστραφτερή • | αστραφτερό • | αστραφτεροί • | αστραφτερές • | αστραφτερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστραφτερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστραφτερός, etc.) |
Related terms
- αστράφτω (astráfto, “to sparkle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.