αστειολόγημα
Greek
Declension
declension of αστειολόγημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αστειολόγημα • | αστειολογήματα • |
genitive | αστειολογήματος • | αστειολογημάτων • |
accusative | αστειολόγημα • | αστειολογήματα • |
vocative | αστειολόγημα • | αστειολογήματα • |
Related terms
- see: αστείο n (asteío, “joke”)
Further reading
- αστειολόγημα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.