αραιός
See also: ἀραιός
Greek
Alternative forms
- αριός (ariós)
Adjective
Declension
Declension of αραιός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραιός • | αραιή • | αραιό • | αραιοί • | αραιές • | αραιά • |
genitive | αραιού • | αραιής • | αραιού • | αραιών • | αραιών • | αραιών • |
accusative | αραιό • | αραιή • | αραιό • | αραιούς • | αραιές • | αραιά • |
vocative | αραιέ • | αραιή • | αραιό • | αραιοί • | αραιές • | αραιά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αραιός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αραιός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραιότερος • | αραιότερη • | αραιότερο • | αραιότεροι • | αραιότερες • | αραιότερα • |
genitive | αραιότερου • | αραιότερης • | αραιότερου • | αραιότερων • | αραιότερων • | αραιότερων • |
accusative | αραιότερο • | αραιότερη • | αραιότερο • | αραιότερους • | αραιότερες • | αραιότερα • |
vocative | αραιότερε • | αραιότερη • | αραιότερο • | αραιότεροι • | αραιότερες • | αραιότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αραιότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραιότατος • | αραιότατη • | αραιότατο • | αραιότατοι • | αραιότατες • | αραιότατα • |
genitive | αραιότατου • | αραιότατης • | αραιότατου • | αραιότατων • | αραιότατων • | αραιότατων • |
accusative | αραιότατο • | αραιότατη • | αραιότατο • | αραιότατους • | αραιότατες • | αραιότατα • |
vocative | αραιότατε • | αραιότατη • | αραιότατο • | αραιότατοι • | αραιότατες • | αραιότατα • |
Related terms
- αραιά (araiá, “sparsely, thinly”, adverb)
- αραιοκατοικημένος (araiokatoikiménos, “thinly populated”, adjective)
- αραιόμετρο n (araiómetro, “areometer”)
- αραιότητα f (araiótita, “infrequency”)
- αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos, “loosely woven”, participle)
- αραίωμα n (araíoma, “dilution, thinning out”)
- αραιώνω (araióno, “to dilute, to thin out”)
- αραίωση f (araíosi, “dilution, thinning out”)
- αραιωτικό n (araiotikó, “dilutant, diluent”)
- αραιωτικός (araiotikós, “diluting, thinning”, adjective)
Further reading
- αραιός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.