απώλητος
Greek
Adjective
απώλητος • (apólitos) m (feminine απώλητη, neuter απώλητο)
- unsold
- Synonyms: απούλητος (apoúlitos), αξόδευτος (axódeftos), αξεπούλητος (axepoúlitos)
Declension
Declension of απώλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απώλητος • | απώλητη • | απώλητο • | απώλητοι • | απώλητες • | απώλητα • |
genitive | απώλητου • | απώλητης • | απώλητου • | απώλητων • | απώλητων • | απώλητων • |
accusative | απώλητο • | απώλητη • | απώλητο • | απώλητους • | απώλητες • | απώλητα • |
vocative | απώλητε • | απώλητη • | απώλητο • | απώλητοι • | απώλητες • | απώλητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.