απούλητος
Greek
Adjective
απούλητος • (apoúlitos) m (feminine απούλητη, neuter απούλητο)
- unsold
- Synonyms: αξόδευτος (axódeftos), απώλητος (apólitos), αξεπούλητος (axepoúlitos)
Declension
Declension of απούλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απούλητος • | απούλητη • | απούλητο • | απούλητοι • | απούλητες • | απούλητα • |
genitive | απούλητου • | απούλητης • | απούλητου • | απούλητων • | απούλητων • | απούλητων • |
accusative | απούλητο • | απούλητη • | απούλητο • | απούλητους • | απούλητες • | απούλητα • |
vocative | απούλητε • | απούλητη • | απούλητο • | απούλητοι • | απούλητες • | απούλητα • |
Related terms
- see: πουλάω (pouláo, “to sell, to sell out”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.