απροστάτευτος
Greek
Adjective
απροστάτευτος • (aprostáteftos) m (feminine απροστάτευτη, neuter απροστάτευτο)
- defenceless (UK), defenseless (US)
- unprotected
Declension
Declension of απροστάτευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροστάτευτος • | απροστάτευτη • | απροστάτευτο • | απροστάτευτοι • | απροστάτευτες • | απροστάτευτα • |
genitive | απροστάτευτου • | απροστάτευτης • | απροστάτευτου • | απροστάτευτων • | απροστάτευτων • | απροστάτευτων • |
accusative | απροστάτευτο • | απροστάτευτη • | απροστάτευτο • | απροστάτευτους • | απροστάτευτες • | απροστάτευτα • |
vocative | απροστάτευτε • | απροστάτευτη • | απροστάτευτο • | απροστάτευτοι • | απροστάτευτες • | απροστάτευτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροστάτευτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροστάτευτος, etc.) |
Synonyms
- ανυπεράσπιστος (anyperáspistos)
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.