αποτιτανωμένος
Greek
Participle
αποτιτανωμένος • (apotitanoménos) m (feminine αποτιτανωμένη, neuter αποτιτανωμένο)
Declension
Declension of αποτιτανωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτιτανωμένος • | αποτιτανωμένη • | αποτιτανωμένο • | αποτιτανωμένοι • | αποτιτανωμένες • | αποτιτανωμένα • |
genitive | αποτιτανωμένου • | αποτιτανωμένης • | αποτιτανωμένου • | αποτιτανωμένων • | αποτιτανωμένων • | αποτιτανωμένων • |
accusative | αποτιτανωμένο • | αποτιτανωμένη • | αποτιτανωμένο • | αποτιτανωμένους • | αποτιτανωμένες • | αποτιτανωμένα • |
vocative | αποτιτανωμένε • | αποτιτανωμένη • | αποτιτανωμένο • | αποτιτανωμένοι • | αποτιτανωμένες • | αποτιτανωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτιτανωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτιτανωμένος, etc.) |
Related terms
- αποτιτάνωση f (apotitánosi, “calcification”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.