αποπλανήτρια
Greek
Noun
αποπλανήτρια • (apoplanítria) f (plural αποπλανήτριες, masculine αποπλανητής)
- seductress, temptress
- Synonym: ξελογιάστρα (xelogiástra)
Declension
declension of αποπλανήτρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποπλανήτρια • | αποπλανήτριες • |
genitive | αποπλανήτριας • | αποπλανητρίών • |
accusative | αποπλανήτρια • | αποπλανήτριες • |
vocative | αποπλανήτρια • | αποπλανήτριες • |
Related terms
- see: αποπλανώ (apoplanó, “to seduce”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.