απολυμαντικός
Greek
Adjective
απολυμαντικός • (apolymantikós) m (feminine απολυμαντική, neuter απολυμαντικό)
- disinfectant
- Synonym: απολυμαντήριος (apolymantírios)
Declension
Declension of απολυμαντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυμαντικός • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικοί • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |
genitive | απολυμαντικού • | απολυμαντικής • | απολυμαντικού • | απολυμαντικών • | απολυμαντικών • | απολυμαντικών • |
accusative | απολυμαντικό • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικούς • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |
vocative | απολυμαντικέ • | απολυμαντική • | απολυμαντικό • | απολυμαντικοί • | απολυμαντικές • | απολυμαντικά • |
Derived terms
- απολυμαντικά (apolymantiká, “disinfectant”, adverb)
- απολυμαντικό n (apolymantikó, “disinfectant”, noun)
Related terms
- see: απολυμαίνω (apolymaíno, “I disinfect”)
Further reading
- απολυμαντικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.