αποκαμωμένος
Greek
Etymology
Perfect passive participle of αποκάνω (apokáno) / αποκάμνω (apokámno), a verb without passive forms.
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ka.moˈme.nos/
- Hyphenation: α‧πο‧κα‧μω‧μέ‧νος
Participle
αποκαμωμένος • (apokamoménos) m (feminine αποκαμωμένη, neuter αποκαμωμένο)
Declension
Declension of αποκαμωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαμωμένος • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
genitive | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένης • | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • |
accusative | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένους • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
vocative | αποκαμωμένε • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαμωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαμωμένος, etc.) |
Related terms
Further reading
- αποκαμωμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αποκάνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.