αποδεκτός
Greek
Alternative forms
- αποδεχτός (apodechtós)
Adjective
αποδεκτός • (apodektós) m (feminine αποδεκτή, neuter αποδεκτό)
- acceptable, admissible
- Synonyms: παραδεκτός (paradektós), ασπαστός (aspastós)
Declension
Declension of αποδεκτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδεκτός • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτοί • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
genitive | αποδεκτού • | αποδεκτής • | αποδεκτού • | αποδεκτών • | αποδεκτών • | αποδεκτών • |
accusative | αποδεκτό • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτούς • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
vocative | αποδεκτέ • | αποδεκτή • | αποδεκτό • | αποδεκτοί • | αποδεκτές • | αποδεκτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδεκτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδεκτός, etc.) |
Related terms
- αποδέκτης m (apodéktis, “receiver, consignee”)
- αποδέκτρια f (apodéktria, “receiver, consignee”)
- αποδέχομαι (apodéchomai, “to accept”)
- αποδέχτης m (apodéchtis, “receiver, consignee”)
- αποδοχή f (apodochí, “acceptance”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.