ανυπότακτος
Greek
Alternative forms
- ανυπόταχτος (anypótachtos)
Adjective
ανυπότακτος • (anypótaktos) m (feminine ανυπότακτη, neuter ανυπότακτο)
- undisciplined, unruly, insubordinate
- rebellious, refractory
- draft dodging
- (substantively) draft dodger
Declension
Declension of ανυπότακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπότακτος • | ανυπότακτη • | ανυπότακτο • | ανυπότακτοι • | ανυπότακτες • | ανυπότακτα • |
genitive | ανυπότακτου • | ανυπότακτης • | ανυπότακτου • | ανυπότακτων • | ανυπότακτων • | ανυπότακτων • |
accusative | ανυπότακτο • | ανυπότακτη • | ανυπότακτο • | ανυπότακτους • | ανυπότακτες • | ανυπότακτα • |
vocative | ανυπότακτε • | ανυπότακτη • | ανυπότακτο • | ανυπότακτοι • | ανυπότακτες • | ανυπότακτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπότακτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπότακτος, etc.) |
Synonyms
- ανυπάκουος (anypákouos)
- ατίθασος (atíthasos)
Related terms
- ανυποταξία f (anypotaxía, “disobedience, insubordination”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.