αντιχολερικός
Greek
Adjective
αντιχολερικός • (anticholerikós) m (feminine αντιχολερική, neuter αντιχολερικό)
- (pathology, pharmacology) anticholera, anticholeraic
- Antonym: χολερικός (cholerikós)
Declension
Declension of αντιχολερικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιχολερικός • | αντιχολερική • | αντιχολερικό • | αντιχολερικοί • | αντιχολερικές • | αντιχολερικά • |
genitive | αντιχολερικού • | αντιχολερικής • | αντιχολερικού • | αντιχολερικών • | αντιχολερικών • | αντιχολερικών • |
accusative | αντιχολερικό • | αντιχολερική • | αντιχολερικό • | αντιχολερικούς • | αντιχολερικές • | αντιχολερικά • |
vocative | αντιχολερικέ • | αντιχολερική • | αντιχολερικό • | αντιχολερικοί • | αντιχολερικές • | αντιχολερικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιχολερικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιχολερικός, etc.) |
Related terms
- see: χολέρα f (choléra, “cholera”)
Further reading
- Χολέρα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.