αντικειμενικός
Greek
Etymology
From αντικείμενο (antikeímeno, “object”) + -ικός (-ikós).
Adjective
αντικειμενικός • (antikeimenikós) m (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)
Declension
Declension of αντικειμενικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικός • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικοί • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
genitive | αντικειμενικού • | αντικειμενικής • | αντικειμενικού • | αντικειμενικών • | αντικειμενικών • | αντικειμενικών • |
accusative | αντικειμενικό • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικούς • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
vocative | αντικειμενικέ • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικοί • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικότερος • | αντικειμενικότερη • | αντικειμενικότερο • | αντικειμενικότεροι • | αντικειμενικότερες • | αντικειμενικότερα • |
genitive | αντικειμενικότερου • | αντικειμενικότερης • | αντικειμενικότερου • | αντικειμενικότερων • | αντικειμενικότερων • | αντικειμενικότερων • |
accusative | αντικειμενικότερο • | αντικειμενικότερη • | αντικειμενικότερο • | αντικειμενικότερους • | αντικειμενικότερες • | αντικειμενικότερα • |
vocative | αντικειμενικότερε • | αντικειμενικότερη • | αντικειμενικότερο • | αντικειμενικότεροι • | αντικειμενικότερες • | αντικειμενικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντικειμενικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικότατος • | αντικειμενικότατη • | αντικειμενικότατο • | αντικειμενικότατοι • | αντικειμενικότατες • | αντικειμενικότατα • |
genitive | αντικειμενικότατου • | αντικειμενικότατης • | αντικειμενικότατου • | αντικειμενικότατων • | αντικειμενικότατων • | αντικειμενικότατων • |
accusative | αντικειμενικότατο • | αντικειμενικότατη • | αντικειμενικότατο • | αντικειμενικότατους • | αντικειμενικότατες • | αντικειμενικότατα • |
vocative | αντικειμενικότατε • | αντικειμενικότατη • | αντικειμενικότατο • | αντικειμενικότατοι • | αντικειμενικότατες • | αντικειμενικότατα • |
Synonyms
- (abbreviation) αντικ. (antik.)
- (objective): αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased”)
- and see: ακριβοδίκαιος (akrivodíkaios)
Antonyms
- υποκειμενικός (ypokeimenikós, “subjective”)
Related terms
- see: αντικείμενο n (antikeímeno, “object”)
Further reading
- αντικειμενικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.