αντιγραφή
Greek
Noun
αντιγραφή • (antigrafí) f (plural αντιγραφές)
- act of copying
- plagiarism
- (computing) act of copying data
Declension
declension of αντιγραφή
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιγραφή • | αντιγραφές • |
genitive | αντιγραφής • | αντιγραφών • |
accusative | αντιγραφή • | αντιγραφές • |
vocative | αντιγραφή • | αντιγραφές • |
Coordinate terms
- αποκοπή f (apokopí, “cutting”)
- διαγραφή f (diagrafí, “deleting”)
- επικόλληση f (epikóllisi, “pasting”)
Related terms
- see: αντιγράφω (antigráfo, “to copy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.