αντανακλαστικός
Greek
Adjective
αντανακλαστικός • (antanaklastikós) m (feminine αντανακλαστική, neuter αντανακλαστικό)
- reflective, reflecting (of light etc)
Declension
Declension of αντανακλαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντανακλαστικός • | αντανακλαστική • | αντανακλαστικό • | αντανακλαστικοί • | αντανακλαστικές • | αντανακλαστικά • |
genitive | αντανακλαστικού • | αντανακλαστικής • | αντανακλαστικού • | αντανακλαστικών • | αντανακλαστικών • | αντανακλαστικών • |
accusative | αντανακλαστικό • | αντανακλαστική • | αντανακλαστικό • | αντανακλαστικούς • | αντανακλαστικές • | αντανακλαστικά • |
vocative | αντανακλαστικέ • | αντανακλαστική • | αντανακλαστικό • | αντανακλαστικοί • | αντανακλαστικές • | αντανακλαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντανακλαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντανακλαστικός, etc.) |
Related terms
- see: αντανακλώ (antanakló, “to have the property of reflecting light”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.