ανορθόδοξος
Greek
Etymology
αν- (an-) privative + ορθόδοξος (orthódoxos, “orthodox”), calque of English unorthodox.[1] First attested 1898.
Pronunciation
- IPA(key): /anoɾˈθoðoksos/
- Hyphenation: αν‧ορ‧θό‧δο‧ξος
Adjective
ανορθόδοξος • (anorthódoxos) m (feminine ανορθόδοξη, neuter ανορθόδοξο)
- unorthodox (not following convention or tradition)
- Ο φίλος μου έχει ανορθόδοξες ιδέες
- O fílos mou échei anorthódoxes idées
- My friend has unorthodox ways.
Declension
Declension of ανορθόδοξος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανορθόδοξος • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξοι • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |
genitive | ανορθόδοξου • | ανορθόδοξης • | ανορθόδοξου • | ανορθόδοξων • | ανορθόδοξων • | ανορθόδοξων • |
accusative | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξους • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |
vocative | ανορθόδοξε • | ανορθόδοξη • | ανορθόδοξο • | ανορθόδοξοι • | ανορθόδοξες • | ανορθόδοξα • |
Synonyms
- αντισυμβατικός (antisymvatikós, “unconventional”)
- ασυνήθιστος (asyníthistos, “unusual, uncommon”)
Derived terms
- ανορθόδοξα (anorthódoxa, “unorthodoxly, in an unorthodox manner”)
- ανορθοδοξία f (anorthodoxía, “unorthodoxy”)
References
- ανορθόδοξος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.