ανθυγιεινός
Greek
Adjective
ανθυγιεινός • (anthygieinós) m (feminine ανθυγιεινή, neuter ανθυγιεινό)
Declension
Declension of ανθυγιεινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθυγιεινός • | ανθυγιεινή • | ανθυγιεινό • | ανθυγιεινοί • | ανθυγιεινές • | ανθυγιεινά • |
genitive | ανθυγιεινού • | ανθυγιεινής • | ανθυγιεινού • | ανθυγιεινών • | ανθυγιεινών • | ανθυγιεινών • |
accusative | ανθυγιεινό • | ανθυγιεινή • | ανθυγιεινό • | ανθυγιεινούς • | ανθυγιεινές • | ανθυγιεινά • |
vocative | ανθυγιεινέ • | ανθυγιεινή • | ανθυγιεινό • | ανθυγιεινοί • | ανθυγιεινές • | ανθυγιεινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθυγιεινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθυγιεινός, etc.) |
Related terms
- ανθυγιεινότητα f (anthygieinótita, “unhealthiness”)
- and see: υγεία f (ygeía, “health”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.