ανεπίλυτος
Greek
Adjective
ανεπίλυτος • (anepílytos) m (feminine ανεπίλυτη, neuter ανεπίλυτο)
- insoluble, unsolvable, unresolved, unsolved
- Synonym: άλυτος (álytos)
- fastened
Declension
Declension of ανεπίλυτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεπίλυτος • | ανεπίλυτη • | ανεπίλυτο • | ανεπίλυτοι • | ανεπίλυτες • | ανεπίλυτα • |
genitive | ανεπίλυτου • | ανεπίλυτης • | ανεπίλυτου • | ανεπίλυτων • | ανεπίλυτων • | ανεπίλυτων • |
accusative | ανεπίλυτο • | ανεπίλυτη • | ανεπίλυτο • | ανεπίλυτους • | ανεπίλυτες • | ανεπίλυτα • |
vocative | ανεπίλυτε • | ανεπίλυτη • | ανεπίλυτο • | ανεπίλυτοι • | ανεπίλυτες • | ανεπίλυτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.