αναφαίρετος
See also: ἀναφαίρετος
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀναφαίρετος (anaphaíretos). Morphologically, from αν- (an-) privative + αφαιρώ (“subtract”) + -τος.
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈfe.re.tos/
- Hyphenation: α‧να‧φαί‧ρε‧τος
Adjective
αναφαίρετος • (anafaíretos) m
- inalienable
- Synonym: απαράγραπτος (aparágraptos)
- αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα ― anafaíreto anthrópino dikaíoma ― inalienable human right
Declension
Declension of αναφαίρετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφαίρετος • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετοι • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
genitive | αναφαίρετου • | αναφαίρετης • | αναφαίρετου • | αναφαίρετων • | αναφαίρετων • | αναφαίρετων • |
accusative | αναφαίρετο • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετους • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
vocative | αναφαίρετε • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετοι • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφαίρετος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφαίρετος, etc.) |
Related terms
- and see: αφαιρώ (afairó, “subtract”)
- αφαιρέσιμος (afairésimos, “able to be subtracted”)
- αφαιρετέος (afairetéos, “must be subtracted”)
References
- αναφαίρετος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.