ανατολικός
Greek
Declension
Declension of ανατολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικός • | ανατολική • | ανατολικό • | ανατολικοί • | ανατολικές • | ανατολικά • |
genitive | ανατολικού • | ανατολικής • | ανατολικού • | ανατολικών • | ανατολικών • | ανατολικών • |
accusative | ανατολικό • | ανατολική • | ανατολικό • | ανατολικούς • | ανατολικές • | ανατολικά • |
vocative | ανατολικέ • | ανατολική • | ανατολικό • | ανατολικοί • | ανατολικές • | ανατολικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατολικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατολικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικότερος • | ανατολικότερη • | ανατολικότερο • | ανατολικότεροι • | ανατολικότερες • | ανατολικότερα • |
genitive | ανατολικότερου • | ανατολικότερης • | ανατολικότερου • | ανατολικότερων • | ανατολικότερων • | ανατολικότερων • |
accusative | ανατολικότερο • | ανατολικότερη • | ανατολικότερο • | ανατολικότερους • | ανατολικότερες • | ανατολικότερα • |
vocative | ανατολικότερε • | ανατολικότερη • | ανατολικότερο • | ανατολικότεροι • | ανατολικότερες • | ανατολικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανατολικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατολικότατος • | ανατολικότατη • | ανατολικότατο • | ανατολικότατοι • | ανατολικότατες • | ανατολικότατα • |
genitive | ανατολικότατου • | ανατολικότατης • | ανατολικότατου • | ανατολικότατων • | ανατολικότατων • | ανατολικότατων • |
accusative | ανατολικότατο • | ανατολικότατη • | ανατολικότατο • | ανατολικότατους • | ανατολικότατες • | ανατολικότατα • |
vocative | ανατολικότατε • | ανατολικότατη • | ανατολικότατο • | ανατολικότατοι • | ανατολικότατες • | ανατολικότατα • |
Synonyms
- (abbreviation) ανατ. (anat.)
Coordinate terms
- Appendix:Greek compass points
Related terms
- see: ανατολή f (anatolí, “sunrise, dawn, east”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.