αναρμόδιος
See also: ἀναρμόδιος
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀναρμόδιος (anarmódios), equivalent to αν- (an-) privative + αρμόδιος (armódios, “competent, responsible”).
Pronunciation
- IPA(key): /anaɾˈmoðios/
- Hyphenation: αν‧αρ‧μό‧δι‧ος
Adjective
αναρμόδιος • (anarmódios) m (feminine αναρμόδια, neuter αναρμόδιο)
- incompetent, unqualified (not having sufficient skill, knowledge or ability)
- Αυτή είναι εντελώς αναρμόδια να κρίνει τέτοια θέματα.
- Aftí eínai entelós anarmódia na krínei tétoia thémata.
- She is completely unqualified to judge such matters.
- not responsible, irresponsible (not answerable for an act performed or for its consequences)
- Αυτή η υπηρεσία είναι αναρμόδια για το θέμα που σε απασχολεί.
- Aftí i ypiresía eínai anarmódia gia to théma pou se apascholeí.
- That service is not responsible for the area that you're interested in.
Declension
Declension of αναρμόδιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρμόδιος • | αναρμόδια • | αναρμόδιο • | αναρμόδιοι • | αναρμόδιες • | αναρμόδια • |
genitive | αναρμόδιου • | αναρμόδιας • | αναρμόδιου • | αναρμόδιων • | αναρμόδιων • | αναρμόδιων • |
accusative | αναρμόδιο • | αναρμόδια • | αναρμόδιο • | αναρμόδιους • | αναρμόδιες • | αναρμόδια • |
vocative | αναρμόδιε • | αναρμόδια • | αναρμόδιο • | αναρμόδιοι • | αναρμόδιες • | αναρμόδια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναρμόδιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναρμόδιος, etc.) |
Antonyms
Derived terms
- αναρμοδιότητα f (anarmodiótita, “incompetence, irresponsibility”)
- αναρμόδια (anarmódia, “incompetently”) (adverb)
- αναρμοδίως (anarmodíos, “incompetently”) (adverb, formal)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.